- υδρώπικας
- υδρώπικας, ο και δρώπικας, οβλ. υδρωπικία, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδρώπικας — ο, Ν [ύδρωπας] υδρωπικία … Dictionary of Greek
ὑδρωπικάς — ὑδρωπικά̱ς , ὑδρωπικός suffering from dropsy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρωπικία — (Ιατρ.). Η συγκέντρωση του υγρού (ορού) που βγαίνει από το αίμα σε κοιλότητες του σώματος ή μέσα στους ιστούς ή κάτω από το δέρμα. H συλλογή αυτού του υγρού οφείλεται σε κάποια πίεση πάνω στις φλέβες με αποτέλεσμα να λιμνάζει το αίμα και να… … Dictionary of Greek
υδρωπικιάζω — Ν [υδρώπικας] 1. προσβάλλομαι από ύδρωπα 2. πάσχω από ύδρωπα … Dictionary of Greek
ύδρωπας — ο / ὕδρωψ, ωπος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. ύδρωψ Ν, και τ. ὑδρῶψ Α ιατρ. μη φυσιολογική συλλογή ορώδους υγρού σε κοιλότητες ή σε κοίλα όργανα τού σώματος ή στους διάμεσους ιστούς και, σπανιότερα, ακόμη και στον ενδοκυττάριο χώρο, οφειλόμενη σε γενική… … Dictionary of Greek
dropică — DRÓPICĂ s.f. (med.; pop.) Hidropizie. – Din ngr. drópikas (= idrópikus). Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 DRÓPICĂ s. v. ciroză hidrică, hidropizie. Trimis de siveco, 05.08.2004. Sursa: Sinonime drópică s … Dicționar Român